Στις 11 Οκτωβρίου του 1963, πεθαίνει στο Milly-la-Forêt, έξω από το Παρίσι, ο πολυτάλαντος ποιητής, μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ζωγράφος και σκηνοθέτης του κινηματογράφου, Ζαν Κοκτώ (Jean Maurice Eugène Clément Cocteau).
Ο Ζαν Κοκτώ γεννήθηκε στις 5 Ιουλίου του 1889. Γιος εύπορου συμβολαιογράφου, ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή του στο Lycée Condorcet του Παρισιού. Το ταλέντο του στις τέχνες εκδηλώθηκε από νωρίς και το 1909, σε ηλικία μόλις 20 ετών, δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο Το λυχνάρι του Αλαντίν (La Lampe d’ Aladin). Από αυτήν την πρώτη του συλλογή ποιημάτων όπως και στις υπόλοιπες που τη διαδέχθηκαν, διαφαίνεται στο ύφος του μια παιδική αφέλεια, πλούσια σε φαντασία, αναμεμειγμένη με μια αγωνία αναζήτησης. Το ίδιο πνεύμα απορρέει και από τα μυθιστορήματά του, με κυρίαρχο τα Τρομερά Παιδιά (Les Enfants terribles), δημοσιευμένο το 1929, που θεωρείται ένα από τα πιο ολοκληρωμένα έργα του.
Η σχέση του με τον Pierre Dargelos από τα χρόνια του Condorcet, εμφανίζεται στα Τρομερά Παιδιά και θα συνεχίσει να επανεμφανίζεται σε όλο του το έργο. Ο Κοκτώ μας τον συστήνει στο προαύλιο του σχολείου των “τρομερών παιδιών”, όπου τον αναζητά με το βλέμμα του (ως Πωλ), εν τω μέσω ενός καταιγιστικού χιονοπόλεμου. Μια χιονόμπαλα που θα πετάξει ο Νταρζελός, θα τον χτυπήσει στο στήθος και θα τον ρίξει στη χιονισμένη σχολική αυλή, με το αίμα να αναβλύζει από το στόμα του. Στο δωμάτιο που θα παραμείνει για καιρό ο Πωλ, ακολουθώντας τις συστάσεις του γιατρού για απόλυτη ανάπαυση, η 16χρονη αδελφή του Ελιζαμπέτ που θα κληθεί να τον φροντίσει λόγω αναπηρικής αδυναμίας της μητέρας τους, θα εκδηλώσει προς τον αδελφό της έναν παθιασμένο και αχόρταγο έρωτα. Ο Πωλ όμως, πιστός στο είδωλό του, τον Νταρζελός, εξακολουθεί να λατρεύει το χέρι που τον χτύπησε.
Επηρεασμένος από το σουρεαλιστικό κίνημα και τους πρωτοπόρους της αφηρημένης τέχνης στη ζωγραφική και τη γλυπτική, ο Κοκτώ πειραματίστηκε να μεταφέρει τις νέες τάσεις της εποχής του στο θέατρο, όπου ξεκίνησε επίσημα καριέρα το 1923, με το έργο του Les Mariés de la Tour Eiffel (Οι Νεόνυμφοι του Πύργου του Άιφελ), ενώ ήδη δείγματα με τάσεις φυγής από τον έως τότε επικρατούντα ρεαλισμό είχε εμφανίσει σταδιακά από το 1917, με τα έργα του Parade, Satie και Le Boeuf sur le Toit.
Κατά τη 2ετία 1927 – 1928, ο Κοκτώ επιδίδεται στην υπερρεαλιστική ανάπλαση των ελληνικών μύθων, με τα έργα του Ορφέας (1927), Αντιγόνη (λιμπρέτο στην όπερα του Άρθουρ Χόνεγκερ), Οιδίποδας τύραννος (λιμπρέτο στην όπερα του Ιγκόρ Στραβίνσκι). Το 1930, έτος κυκλοφορίας ενός από τα σημαντικότερα μυθιστορήματά του, η Ανθρώπινη φωνή (La Voix humaine) γίνεται ορόσημο για τη μυθιστορηματική του πορεία. Η ιστορία αναφέρεται σε μια γυναίκα, που μιλά στο τηλέφωνο με τον αγαπημένο της (ο ίδιος δεν εμφανίζεται καθόλου), που την εγκαταλείπει για να παντρευτεί μια άλλη γυναίκα. Το τηλέφωνο αποδεικνύεται για τον συγγραφέα το τέλειο μέσο εξερεύνησης όλων των ανθρωπίνων ιδεών και συναισθημάτων, όσον αφορά την ανάγκη τους για επικοινωνία.
Κατά τις δεκαετίες του ’30 και του ’40, ο Κοκτώ κηρύσσεται υπέρ των νεωτεριστικών ιδεών και συνεργάζεται με Γάλλους της πρωτοπορίας, μέλος και ο ίδιος του γαλλικού κινήματος. Σε όλο το φάσμα του έργου του εμφανίζεται διαδοχικά ως φουτουριστής, σουρεαλιστής, κυβιστής ή ντανταϊστής και καταγράφεται ως ένας από τους πιο πολυσχιδείς καλλιτέχνες του μεσοπολέμου. Οι ταινίες του Blood of a Poet (Το Αίμα του Ποιητή), το 1930 και Les Parents Terribles (Οι Τρομεροί Γονείς), το 1948, αποτελούν ένα ακόμα ορόσημο της καλλιτεχνικής του πορείας.
Η ταινία του Η Πεντάμορφη και το Τέρας (The Beauty and the Beast), το 1946, περνάει τον Κοκτώ στην κινηματογραφική ιστορία ως έναν από τους σπουδαιότερους ποιητές του κινηματογράφου. Πρόκειται για τη γνωστή ιστορία της όμορφης Μπελ, που θυσιάζεται για να σώσει τη ζωή του πατέρα της, υποκύπτοντας στην απαίτηση του ιδιοκτήτη ενός κάστρου (ενός τέρατος, με μισή μορφή ανθρώπου και μισή ζώου), να μείνει μαζί του. Στην πορεία όμως η Μπελ ανακαλύπτει, ότι το τέρας δεν είναι τόσο κακό και άγριο, όσο αρχικά έδειχνε… Η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο γαλλικό παραμύθι La belle & la bête, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1740, από τη Gabrielle-Suzanne Barbot de Villeneuve. Η πιο γνωστή εκδοχή του ανήκει στην Jeanne-Marie Le Prince de Beaumont, δημοσιευμένη το 1756. Έκτοτε, πολλές παραλλαγές της αρχικής ιστορίας έχουν δημιουργηθεί σε όλο τον κόσμο, με πιο σύγχρονη τη μεταφορά της στη μεγάλη οθόνη, σε ταινία κινουμένων σχεδίων της Disney, το 1991.
Ο Ζαν Κοκτώ δεν περιορίστηκε στη συγγραφή των έργων του. Συμμετείχε και ο ίδιος ενεργά ως ηθοποιός, παραγωγός, σκηνογράφος. Έγραψε για χορόδραμα, μιούζικαλ, τσίρκο. Συνεργάστηκε με ονόματα όπως οι Kenneth Anger, Pablo Picasso, Jean Hugo, Jean Marais, Henri Bernstein, Yul Brynner, Marlene Dietrich, Coco Chanel, Erik Satie, Albert Gleizes, Igor Stravinsky, Marie Laurencin, María Félix, Édith Piaf, Panama Al Brown, Colette, Jean Genet, Raymond Radiguet, με πολλούς εκ των οποίων συνδέθηκε με στενή φιλία και σχέση.
Το 1955 έγινε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας (Académie Française) και της Βασιλικής Ακαδημίας του Βελγίου (The Royal Academy of Belgium).
Ο θάνατός του, στις 11 Οκτωβρίου του 1964, μία μέρα μετά από τον θάνατο της Εντίθ Πιάφ, θεωρήθηκε ως μια από εκείνες τις συγκυρίες της ζωής, που ενώνουν ή χωρίζουν με παράξενο τρόπο τους ανθρώπους. Οι δυο τους είχαν συναντηθεί το 1940, όταν η Πιάφ ερμήνευσε τον Ωραίο Αδιάφορο (Le bel indifférent), που ο Κοκτώ είχε γράψει ειδικά για εκείνη.