Επετειακό αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, ένας μικρός φόρος τιμής για την ιδιάζουσα αυτή περίπτωση των ελληνικών γραμμάτων που απεβίωσε σαν σήμερα, τον Ιανουάριο του 1911, στη Σκιάθο όπου και γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου του 1851.
Στη μικρή και ήσυχη κοινωνία του νησιού, μέσα σε φτώχεια και στερήσεις, μαθαίνει να αγαπάει τα γράμματα. Στο τοπικό σχολείο του νησιού λαμβάνει τη βασική πρωτοβάθμια εκπαίδευση, μέσα σε ένα οικογενειακό κλίμα πίστης, ευσέβειας και χριστιανοπρέπειας, επηρεασμένο από τον πατέρα του, ιερέα Αδαμάντιο Εμμανουήλ. Στη συνέχεια, κουβαλώντας πάντα αυτήν τη χριστιανοπρεπή συνείδηση, παρακολουθεί τις δύο πρώτες τάξεις του Γυμνασίου στη Χαλκίδα, την επόμενη τάξη στον Πειραιά και τελικά, το 1874, αποφοιτά από τη Βαρβάκειο Σχολή Αθηνών, οπότε και εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία δεν κατάφερε ποτέ να αποφοιτήσει. Αυτοδίδακτος της Αγγλικής και της Γαλλικής γλώσσας, από τη στιγμή που γράφεται στο Πανεπιστήμιο, αρχίζει να δημοσιογραφεί, να παραδίδει μαθήματα και να δουλεύει ως μεταφραστής και διορθωτής κειμένων, για να καλύψει βασικά βιοτικά του έξοδα. Ταυτόχρονα δημοσιεύει δικά του κείμενα σε εφημερίδες και περιοδικά. Την είσοδό του επισήμως ως συγγραφέας κάνει με το μυθιστόρημά του “Η μετανάστις”, που δημοσιεύεται στον Νεολόγο της Πόλης. Ακολουθούν τα μυθιστορήματά του “Οι έμποροι των εθνών”, “Η γυφτοπούλα”, “Χρήστος Μηλιόνης”, ”Η Φόνισσα” (έργο της ώριμης ρεαλιστικής περιόδου, που από τους περισσότερους θεωρείται το αριστούργημά του), ”Ρόδινα Ακρογιάλια”, “Ολόγυρα στη λίμνη” (με το οποίο εγκαινιάζει την ποιητική πεζογραφία) και πολλά άλλα έργα, με τα οποία εισέρχεται στην ωριμότερη νατουραλιστική περίοδο της συγγραφικής του δραστηριότητας, όπως “Το χριστόψωμο”,” Η χήρα παπαδιά”,” Η τελευταία βαπτιστική”, “Η υπηρέτρα”, “Ο σημαδιακός”,” Η σταχομαζώχτρα”, “Εξοχική Λαμπρή”, “Θέρος-έρος”, ”Ο φτωχός άγιος” κ.ά.
Κατεξοχήν ηθογράφος, ο Παπαδιαμάντης καταγράφει στα έργα του φυσιογνωμίες κυρίως του περιβάλλοντός του, τόσο από τη Σκιάθο όσο και από την Αθήνα, σε γλώσσα καθαρεύουσα, χρησιμοποιώντας συχνά τοπικούς ιδιωματισμούς της γενέτειράς του. Πίσω από τους χαρακτήρες και την ψυχοσύνθεση των ηρώων του, κρύβεται ο ίδιος ο συγγραφέας και η γνήσια ελληνική ψυχή του. Τα θέματα των έργων του, γραμμένα πριν από έναν και πλέον αιώνα, παρά το γεγονός ότι θα μπορούσαν να θεωρηθούν ξεπερασμένα σήμερα, παραμένουν πάντα επίκαιρα. Αξίζει να γίνει μια ξεχωριστή μνεία στη συλλογή των Χριστουγεννιάτικων Διηγημάτων του (στα οποία συμπεριλαμβάνονται και εκείνα της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων), όπου η παραπάνω αναφορά βρίσκει ακόμα μεγαλύτερη εφαρμογή, δεδομένης της τήρησης των σχετικών εθίμων και δρώμενων των ημερών.
Η ζωή του Παπαδιαμάντη υπήρξε σε όλη τη διάρκειά της φτωχική και λιτή. Ο ίδιος υπήρξε πάντα αλόγιστα απλόχερος, γεγονός το οποίο σε συνδυασμό με τον αλκοολισμό από τον οποίο έπασχε, έκαναν καθημερινά τη ζωή του όλο και πιο δύσκολη. Εξαιρετικά εσωστρεφής και δύσκολος στις φιλίες, διατηρώντας σε όλη του τη ζωή εκείνη τη χριστιανοπρέπεια που κουβαλούσε από παιδί, ο γενικός τρόπος της ζωής του τον έκανε να μοιάζει με κοσμοκαλόγερο. Αξιόλογο είναι το βιβλίο του Μιχάλη Περάνθη, “Ο Κοσμοκαλόγερος” που γράφτηκε μετά το θάνατο του Παπαδιαμάντη, στο οποίο περιγράφεται με μυθιστορηματικό τρόπο η ζωή του.
Ο ίδιος ο συγγραφέας, σε ένα σύντομο βιογραφικό του, αναφέρει όλα εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν τη ζωή του, προδίδοντας ταυτόχρονα και τη γλώσσα που του άρεσε να χρησιμοποιεί στα έργα του, την καθαρεύουσα:
“ Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθῳ, τῇ 4 Μαρτίου 1851. Ἐβγήκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α΄ καὶ Β΄ τάξιν. Τὴν Γ΄ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἴτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ Ἰούλιον τοῦ 1872 ὑπήγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἤλθα εἰς Ἀθήνας καί ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ΄ τοῦ Βαρβακείου. Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολήν, ὅπου ἤκουα κατ’ ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰ ξένας γλώσσας. Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἁγίους, εἴτα ἔγραφα στίχους, καί ἐδοκίμαζα να συντάξω κωμῳδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα. Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη Ἡ Μετανάστις ἔργον μου εἰς τὸ περιοδικὸν Σωτήρα. Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθη Οἱ ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν εἰς τὸ Μὴ χάνεσαι. Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καί ἐφημερίδας.”