«Από τη στιγμή που άρχισα να γράφω μουσική, κατάλαβα ότι ήταν κάτι ιδιαίτερο, δεν ήταν απλά φολκ μουσική.» Πάντα σόλο με την ακουστική της κιθάρα και τα μακριά, ίσια, ξανθά της μαλλιά, η Roberta Joan Anderson γεννήθηκε στο Fort MacLeod της Αλμπέρτα του Καναδά, στις 7 Νοέμβριου του 1943, και έγινε γνωστή ως Joni Mitchell. Ακούγοντάς την, ο διάσημος Duke Ellington είχε πει γι’ αυτήν, ότι «είναι πέρα από κάθε κατηγορία μουσικής.»
Ακόμη και ως παιδί, όταν έκανε μαθήματα πιάνου, η Joni Mitchell έδειξε περισσότερο ενδιαφέρον για τη σύνθεση – να φτιάχνει δίκες της μελωδίες της – από τα κομμάτια που προσπαθούσαν να τη διδάξουν οι δάσκαλοί της. «Ο δάσκαλός μου χτύπησε τις αρθρώσεις μου με ένα χάρακα και είπε, γιατί θέλεις να συνθέτεις, όταν όλοι οι μεγάλοι της μουσικής είναι στην άκρη των δάχτυλων σου;», είπε προσπαθώντας να δείξει την απόγνωσή τους σε μια συνέντευξη 40 χρόνια αργότερα. Όταν η φολκ μουσική αναβίωσε στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του 1960, η οικογένειά της μετακόμισε στο Saskatoon, φοιτητουπόλη όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής της ηλικίας. Εκεί η Mitchell αντάλλαξε το πιάνο με την κιθάρα, για να μπορεί να συνοδεύει τα τραγούδια που της άρεσε να τραγουδάει. Όταν η μητέρα της αρνήθηκε να συνεισφέρει στην αγορά της κιθάρας επικαλούμενη την προηγούμενη εγκατάλειψη του πιάνου, η Mitchell, που αργότερα χαρακτηρίστηκε από το περιοδικό Rolling Stone ως μια από τις καλύτερες γυναίκες κιθαρίστες, αγόρασε ένα γιουκαλίλι βαρύτονο.
Πολιομυελίτιδα που πέρασε ως παιδί άφησε τη Mitchell με προβλήματα στο αριστερό της αυτί και χέρι. Έτσι, αντιμετώπιζε δυσκολίες ακόμα και στο να κουρδίσει την κιθάρα της όπως εκείνη θα ήθελε και κατέφυγε στο να την κουρδίζει ανάλογα με το αποτέλεσμα που ήθελε να αποδώσει, πειραματιζόμενη με τους ήχους της κιθάρας, κάτι που αργότερα έγινε υπογραφή του ήχου της.
Το 1967 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και έναν χρόνο αργότερα στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ. Εν τω μεταξύ, η μουσική της καριέρα είχε αρχίσει να ανεβαίνει με εμφανίσεις σε κλαμπ φολκ μουσικής και στην τηλεόραση. Το 1969 κέρδισε το Βραβείο Γκράμμυ για την καλύτερη μουσική παρουσία φολκ μουσικής.
Η Mitchell δεν έγινε τόσο γνωστή σαν κιθαρίστας, όσο σαν τραγουδοποιός. Ενδεικτικό ότι κομμάτια της που αργότερα έγιναν γνωστά από την ίδια, ξεκίνησαν με άλλους τραγουδιστές, όπως το “Both Sides Now” (1967), που αρχικά έγινε γνωστό από τον Judy Collins. Αργότερα οι Crosby, Stills & Nash θα κάνουν μεγαλύτερη επιτυχία από την ίδια τη συνθέτρια, με το τραγούδι της «Woodstock».
Το άλμπουμ Blue (1971) σηματοδότησε την αρχή της περιόδου που η Mitchell θα γνωρίσει την απόλυτη αναγνώριση και εμπορική επιτυχία, που θα συνεχιστεί τρία χρόνια αργότερα με το Court and Spark (1974). Στη συνέχεια, άρχισε να πειραματίζεται με την Τζαζ και με μουσικούς όπως οι Charles Mingus και Herbie Hancock.
Τα τελευταία χρόνια η Μίτσελ δεν δίνει συναυλίες, αλλά έχει εμφανιστεί περιστασιακά σε συναυλίες συναδέλφων της. Τον χρόνο της τον μοιράζει πλέον ανάμεσα στο Λος Άντζελες και τη Βρετανική Κολομβία.