Τσαρλς Μπουκόβσκι

Ο ποιητής και συγγραφέας Χένρι Τσαρλς Μπουκόβσκι (Henry Charles Bukowski) γεννήθηκε στη γερμανική πόλη Andernach, στις 16 Αυγούστου του 1920, από Γερμανίδα μητέρα και Πολωνοαμερικανό πατέρα, στρατιώτη της στρατιωτικής δύναμης που είχε παραμείνει στη Γερμανία, μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.  

Ovi_greece_0816_031a.gifΌταν ο Μπουκόβσκι βρισκόταν σε ηλικία 2 ετών, η οικογένειά του μετεγκαταστάθηκε στο Λος Άντζελες, όπου και ο ίδιος έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, τόπος που ταυτόχρονα επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τα γραπτά του. Σε μια συνέντευξή του, το 1974, είχε πει χαρακτηριστικά… «Μένεις σε μια πόλη όλη σου τη ζωή, και καταλήγεις να ξέρεις κάθε δρόμο. Γνωρίζεις ολόκληρο το χωροταξικό σχέδιο της πόλης. Έχεις μια εικόνα του πού βρίσκεσαι. […] Από τότε που μεγάλωσα στο Λ.Α., είχα πάντα τη γεωγραφική και πνευματική αίσθηση, ότι ήμουν εδώ. Είχα αρκετό χρόνο να μάθω την πόλη. Δεν μπορώ να δω άλλο μέρος εκτός από το Λ.Α.»

Εξίσου σημαντική επιρροή άσκησε στο έργο του η φιγούρα του πατέρα του. Στενόμυαλος, υπερβολικά νομοταγής, αλλά και βίαιος, προσπάθησε με κάθε τρόπο να επιβάλλει στον γιο του τις προσωπικές του πεποιθήσεις. Συχνά έμενε άνεργος, βγάζοντας όλη του την αγωνία για την επιβίωση, αλλά και φοβερή σκληρότητα στον μικρό Τσαρλς, τον οποίο έδερνε αλύπητα μέχρι τα 10 του χρόνια, με συνέπεια, ο ίδιος, ως παιδί, να βιώσει από πολύ μικρός την εγκατάλειψη και την απομόνωση. Η πατρική φιγούρα αποτελεί βασικό χαρακτήρα στη θεματολογία του, στην οποία αναφέρεται ακόμα και στα τελευταία του ποιήματα, στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου, λίγο πριν πεθάνει.

Κατά τα σχολικά του χρόνια, ο Μπουκόβσκι διάβασε πολύ. Συγγραφείς όπως ο Άντον Τσέχοφ, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ο Τζον Φάντε, ο Λουί-Φερντινάν Σελίν, ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι και άλλοι, στους οποίους ο ίδιος αναφερόταν συχνά, επηρέασαν τη γραφή του. Όταν αποφοίτησε, γράφτηκε στο κολέγιο του Λος Άντζελες για να σπουδάσει δημοσιογραφία και λογοτεχνία.  Ένα χρόνο αργότερα, η μητέρα του ανακάλυψε κάποια από τα γραπτά του και τα κατέστρεψε. Τότε, εγκατέλειψε το σπίτι του και ταξίδεψε προς την Ατλάντα, όπου έζησε για αρκετό διάστημα σε μια παράγκα, τρώγοντας μόνο σοκολάτες. Ωστόσο, κάποια στιγμή επέστρεψε και πάλι στο σπίτι του, κάτι που θα έκανε συχνά τα επόμενα χρόνια, όταν δεν θα είχε πού αλλού να πάει.

Όταν η Αμερική πήρε μέρος ενεργά στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το οικείο του περιβάλλον, μεταξύ αυτών και ο πατέρας του, τον πίεσαν να καταταγεί στο στρατό, κάτι που ο ίδιος δεν επιθυμούσε. Για τον λόγο αυτό ξεκίνησε μια ζωή περιφερόμενου άστεγου.

Το 1944, κατέληξε για λίγο καιρό στη Νέα Υόρκη, όπου και δημοσίευσε το πρώτο του διήγημα με τίτλο Aftermath of a Lengthy Rejection Slip, στο περιοδικό Story Magazine, σε ηλικία μόλις 24 ετών. Όμως η Νέα Υόρκη δεν τον κέρδισε και σύντομα έφυγε και από εκεί, μετακινούμενος σε διάφορες πόλεις των ΗΠΑ.

Δυο χρόνια αργότερα, το διήγημά του με τίτλο 20 Tanks From Kasseldown, δημοσιεύθηκε στο Portfolio IΙΙ. Ωστόσο, απογοητευμένος από την αργή διαδικασία εκδόσεων των έργων του, σταμάτησε το γράψιμο για περίπου μία δεκαετία, κατά τη διάρκεια της οποίας έκανε διάφορες απίθανες δουλειές, ζώντας ταυτόχρονα σε φτηνά ενοικιαζόμενα δωμάτια. Εκείνη την περίοδο της ζωής του συναναστράφηκε με διάφορους τύπους ανθρώπων που ζούσαν μέσα στον πόνο, τη φτώχεια, την εγκατάλειψη και την απελπισία του περιθωρίου. Αλκοολικοί, άστεγοι, πόρνες, άνθρωποι που ζουν τη στιγμή, μιας και δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από το αύριο, έγιναν το βασικό υλικό για το μετέπειτα συγγραφικό του έργο. Ο Μπουκόβσκι κατάφερε να διεισδύσει στις ψυχές όλων αυτών των ανθρώπων και να παρουσιάσει τα ταλέντα τους, τις προσωπικότητές τους, την ανθρωπιά τους, ενώ η φιγούρα του πατέρα του συνέχισε να τον καταδιώκει διαρκώς, γράφοντας γι αυτόν, άλλοτε με μίσος και αηδία κι άλλοτε με μια ανθρώπινη κατανόηση, αναγνωρίζοντας τα αίτια που διαμόρφωσαν την προσωπικότητά του.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’50, εργάσθηκε προσωρινά, για 2 μόνο χρόνια, ως ταχυδρόμος. Το 1955 μπήκε εσπευσμένα στο νοσοκομείο των απόρων με αιμορραγία, αποκτώντας έλκος στομάχου, που παρά λίγο να τον σκοτώσει. Όταν βγήκε από το νοσοκομείο, ξεκίνησε να γράφει ποίηση. Η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Flower, Fist and Bestial Wail εκδόθηκε το 1959, σε ένα έντυπο 200 μόλις αντιτύπων. Λίγο αργότερα, ο εκδότης του περιοδικού The Outsider, Jon Edgar Webb, εντυπωσιάστηκε από τα ποιήματά του και άρχισε να δημοσιεύει δουλειές του. Αφιέρωσε στον Μπουκόβσκι ένα ολόκληρο τεύχος, με τον τίτλο Outsider of the Year, ώσπου στο τέλος αποφάσισε να εκδώσει μια ποιητική του συλλογή. Έτσι, ο Μπουκόβσκι άρχισε να αποκτά φήμη σε underground εφημερίδες και περιοδικά, γράφοντας ταυτόχρονα και μια στήλη στην εφημερίδα Open City, του Λος Άντζελες, με την υπογραφή “Σημειώσεις ενός πορνόγερου» (Notes of a Dirty Old Man). Τα κείμενα αυτά εκδόθηκαν αργότερα σε ξεχωριστό βιβλίο.

Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο αυθεντικούς μεταπολεμικούς ποιητές με μεγάλη επιρροή στο αναγνωστικό κοινό, ο Μπουκόβσκι δεν έτυχε μεγάλης αναγνώρισης στην Αμερική. Η φήμη του εξαπλώθηκε σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, με πρώτη τη Γερμανία, όπου μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70 υπήρξε ο πιο επιτυχημένος Αμερικανός συγγραφέας. Στην Αμερική είχε αποκτήσει έναν περιορισμένο αριθμό φανατικών αναγνωστών, χωρίς να γίνει ποτέ ευρύτερα αποδεκτός. Ο ίδιος φερόταν προκλητικά, εγείροντας διαρκώς αρνητικές κριτικές γύρω από το όνομά του.

To 1957, παντρεύτηκε τη Barbara Frye, εκδότρια του ποιητικού περιοδικού Harlequin, η οποία άρχισε να δημοσιεύει δουλειές του. Ο γάμος τους κράτησε περίπου δύο χρόνια. Μετά το διαζύγιο, ο Μπουκόβσκι ξαναγύρισε στο ποτό, στην ποίηση, αλλά και ως ταμίας στο ταχυδρομείο, θέση την οποία και κράτησε για διάστημα περισσότερο των 12 χρόνων.

Το 1969, ο εκδότης των Black Sparrow Press, Τζον Μάρτιν, προσέφερε στον Μπουκόβσκι 100 δολάρια το μήνα, για να ασχοληθεί μόνο με τη συγγραφή για το υπόλοιπο της ζωής του. Έτσι, ο συγγραφέας παραιτήθηκε από το ταχυδρομείο σε ηλικία 49 ετών, για να αφοσιωθεί στο γράψιμο. Σε λιγότερο από ένα μήνα, έγραψε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο Το Ταχυδρομείο (Post Office), που εκδόθηκε το 1971.

Το 1976, γνωρίστηκε με τη Λίντα, ιδιοκτήτρια ενός εστιατορίου, την οποία και παντρεύτηκε, το 1985. Δυο χρόνια αργότερα, το ζευγάρι εγκατέλειψε την περιοχή του ανατολικού Χόλλυγουντ, όπου ο Μπουκόβσκι είχε ζήσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής του και μετακόμισε στο San Pedro, τη νοτιότερη περιοχή του Λος Άντζελες, όπου και έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του, στις 9 Μαρτίου του 1994.

Υπήρξε ένας εξαιρετικά παραγωγικός συγγραφέας, με χιλιάδες ποιήματα, εκατοντάδες διηγήματα και 6 μυθιστορήματα. Έχουν εκδοθεί περισσότερα από 50 βιβλία του και ακόμα τώρα, χρόνια μετά από τον θάνατό του, συνεχίζει να εκδίδεται ανέκδοτο συγγραφικό του υλικό. Μετά το θάνατό του, το έργο του καθώς και η ζωή του, έγιναν θέμα πολυάριθμων κριτικών, κυρίως αρνητικών. Παρόλο ότι αγαπήθηκε από πολλούς απλούς ανθρώπους, αποκτώντας ένα είδος συμβολισμού για ανθρώπους με ευπάθειες και προβλήματα περιθωριοποίησης, οι ακαδημαϊκοί κριτικοί δεν έχουν δώσει μεγάλη σημασία στα γραπτά του. Από πολλούς θεωρείται ως ο “πατέρας του βρώμικου ρεαλισμού”.

Πάνω στον τάφο του είναι γραμμένη η φράση, Μην Προσπαθείς (Don’t Try). Σύμφωνα με ερμηνεία της συζύγου του, το νόημά της συνδέεται με την εξής έννοια… «Εάν σπαταλάς όλη σου την ώρα προσπαθώντας, τότε το μόνο που πράττεις, είναι να προσπαθείς. Γι‘ αυτό μην προσπαθείς. Πράξε« (If you spend all your time trying, then all you’re doing is trying. So, don’t try. Just do).

 

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s