O Έρνεστ Χέμινγουεϊ (Ernest Miller Hemingway), ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συγγραφείς του 20ου αιώνα, γεννήθηκε στο Όουκ Παρκ του Ιλινόις, κοντά στο Σικάγο, στις 21 Ιουλίου του 1899. Ανήκει στους συγγραφείς της λεγόμενης Lost Generation, της Χαμένης Γενιάς των εξόριστων Αμερικανών λογοτεχνών που ζούσαν στο Παρίσι, κατά τις δεκαετίες του ‘20 και του ‘30. Γνωστός επίσης για το δημοσιογραφικό του έργο, έζησε μια περιπετειώδη ζωή, που αποτυπώνεται σε πολλά από τα βιβλία του.
Δεύτερος στη σειρά μεταξύ έξι παιδιών, ο Χέμινγουεϊ μεγάλωσε στο συντηρητικό, μικροαστικό και βαθειά θρησκευόμενο περιβάλλον της γενέτειράς του, την οποία αργότερα αποκάλεσε ως πόλη με “ανοιχτές αυλές και στενά μυαλά”. Η μητέρα του υπήρξε καλλίφωνη, με καριέρα στην όπερα και ο πατέρας του γιατρός, με ιδιαίτερη αγάπη στο ψάρεμα και το κυνήγι. Αυτός μετέδωσε και στον συγγραφέα τη φυσιολατρία του και το ενδιαφέρον του για τον αθλητισμό.
Η κλίση του στα φιλολογικά μαθήματα εμφανίστηκε ήδη κατά τη φοίτησή του στο Γυμνάσιο, όπου και ξεκίνησε να αρθρογραφεί στην εφημερίδα Trapeze και στο λογοτεχνικό περιοδικό Tabula, του σχολείου του. Αποφοιτώντας από το Γυμνάσιο, ξεκίνησε να εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα The Kansas City Star, χωρίς να συνεχίσει σπουδές στο κολλέγιο. Κατά την 6μηνη θητεία του στην εφημερίδα, διδάχθηκε τους βασικούς κανόνες συγγραφής – περιεκτικότητα, σαφήνεια και αυθεντικότητα – του δημοσιογραφικού λόγου.
Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε ηλικία 18 ετών, θέλησε να καταταγεί στον στρατό, απορρίφθηκε όμως, πιθανότατα εξαιτίας προβλήματος που αντιμετώπιζε στην όραση. Στα τέλη του 1917, έγινε ωστόσο δεκτός ως εθελοντής οδηγός ασθενοφόρου του Ερυθρού Σταυρού και τον Απρίλιο του 1918, έφυγε για το ιταλικό μέτωπο. Το βιβλίο του με τίτλο A Farewell to Arms (Αποχαιρετισμός στα όπλα), είναι εμπνευσμένο από τη θηριωδία του πολέμου, την οποία έζησε μέσα από το διατεταγμένο καθήκον του, να περισυλλέγει πτώματα στρατιωτών. Ο δικός του τραυματισμός, η νοσηλεία του σε νοσοκομείο του Μιλάνου και ένας μεγάλος έρωτας που κατέληξε άδοξα με την εθελόντρια νοσοκόμα Άγκνες φον Κουρόφσκι, του προκάλεσαν βαρύ ψυχικό τραύμα, που επηρέασε όλη τη μετέπειτα ζωή του.
Το 1920, έχοντας επιστρέψει στις ΗΠΑ με τη λήξη του πολέμου, ξεκίνησε να εργάζεται ως δημοσιογράφος και ανταποκριτής της εφημερίδας, Toronto Star Weekly. Την επόμενη χρονιά, παντρεύτηκε την πρώτη από τις τέσσερις συζύγους του, Χάντλυ Ρίτσαρντσον, με την οποία έζησαν για ένα διάστημα στο Παρίσι. Εκεί, ο Χέμινγουεϊ συνδέθηκε φιλικά με τους Σκοτ Φιτζέραλντ, Έζρα Πάουντ και Τζέημς Τζόυς. Ως ανταποκριτής, κάλυψε δημοσιογραφικά την Καταστροφή της Σμύρνης και τις ανταλλαγές πληθυσμών στη Θράκη.
Με μια παρένθεση ενός περίπου χρόνου στις ΗΠΑ με αφορμή τη γέννηση του γιου του, επέστρεψε με την οικογένειά του και πάλι στο Παρίσι, το 1924, όπου μετά από συστάσεις του Έζρα Πάουντ, ξεκίνησε να δημοσιεύει διηγήματά του, στο λογοτεχνικό περιοδικό, Transatlantic Review. Μεταξύ 1925 και 1929, ολοκλήρωσε κάποια από τα σημαντικότερα έργα του, όπως τα In Our Time (Στον Καιρό μας), The Sun Also Rises (Ο Ήλιος ανατέλλει ξανά), Men Without Women (Άνδρες χωρίς Γυναίκες) και A Farewell to Arms. Εκείνη την περίοδο γνωρίστηκε και με τη Γερτρούδη Στάιν, που τον εισήγαγε στον κύκλο των καλλιτεχνών της Μονμάρτης και ειδικότερα, στην ομάδα των λογοτεχνών της Χαμένης Γενιάς.
Το 1927 χώρισε με την πρώτη του σύζυγο και παντρεύτηκε για δεύτερη φορά την Αμερικανίδα Πωλίν Φάιφερ, ανταποκρίτρια μόδας για τα περιοδικά Vanity Fair και Vogue, με την οποία και εγκαταστάθηκαν στο Key West της Φλόριντα. Στα τέλη του 1928 αυτοκτόνησε ο πατέρας του, λόγω οικονομικών προβλημάτων και προβλημάτων υγείας. Η δημοσίευση του βιβλίου του Αποχαιρετισμός στα Όπλα, στις 27 Σεπτεμβρίου του 1929, πρόσφερε στον Χέμινγουεϊ την πρώτη του σημαντική λογοτεχνική και εμπορική αναγνώριση.
Το καλοκαίρι του 1933, σχεδόν έναν χρόνο μετά τη δημοσίευση του βιβλίου Death in the Afternoon (Θάνατος στο απομεσήμερο), ταξίδεψε στην Αφρική, όπου συμμετείχε σε σαφάρι για διάστημα περίπου τριών μηνών. Οι εμπειρίες του αποτέλεσαν υλικό για το μυθιστόρημα με τίτλο, Green Hills of Africa (Οι Πράσινοι Λόφοι της Αφρικής), που εκδόθηκε το 1935. Δύο χρόνια αργότερα, το 1937, ταξίδεψε στην Ισπανία ως πολεμικός ανταποκριτής στον ισπανικό εμφύλιο. Η γνωριμία του με τη Μάρθα Γκέλχορν, επίσης ανταποκρίτρια, είχε ως συνέπεια το δεύτερο διαζύγιό του και στη συνέχεια, έναν τρίτο γάμο μαζί της.
Μετά τον τρίτο του γάμο, ο συγγραφέας εγκαταστάθηκε στην Κούβα, κοντά στην Αβάνα, που θα αποτελούσε και τη βάση του, σχεδόν μέχρι το θάνατό του. Κατά την περίοδο του ισπανικού Εμφυλίου, αρθρογραφεί υπέρ της Δημοκρατίας. Με δική του απόφαση αναλαμβάνει τις ανταποκρίσεις στο μέτωπο της Αραγωνίας και γύρω από την πολιορκημένη από τα στρατεύματα του Φράνκο, Μαδρίτη. Αποτέλεσμα των συγκεκριμένων εμπειριών του, το βιβλίο του Για ποιον χτυπά η καμπάνα, ένα από τα σημαντικότερα έργα του, που ολοκληρώθηκε στην Κούβα, το 1940 και αποτέλεσε άλλη μια μεγάλη εμπορική επιτυχία.
Την άνοιξη του 1944, ταξίδεψε στην Ευρώπη για να καλύψει δημοσιογραφικά γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με πρώτο σταθμό το Λονδίνο. Κατά την περίοδο αυτή, η γνωριμία του με τη δημοσιογράφο των Time, Μαίρη Γουέλς, επέφερε το τρίο διαζύγιο και τον τέταρτο και τελευταίο του γάμο, το 1946, χρονιά κατά την οποία και επέστρεψε στην Αμερική, μετά τη λήξη του πολέμου.
Το 1952, η δημοσίευση της νουβέλας του με τίτλο Ο Γέρος και η Θάλασσα προκάλεσε πολύ θετικά σχόλια, που οδήγησαν τον συγγραφέα σε βράβευση με το Βραβείο Πούλιτζερ (το 1953) και με το Νόμπελ Λογοτεχνίας (το 1954). Δύο αεροπορικά ατυχήματα που είχαν προηγηθεί και του είχαν προκαλέσει σοβαρούς τραυματισμούς, του απαγόρευσαν να παραστεί στην απονομή του Νόμπελ, την οποία έκανε αποδεκτή με επιστολή του.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, αρκετά προβλήματα υγείας παρεμπόδισαν το έργο του. Η κατάστασή του επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο από την υπερβολική χρήση αλκοόλ και τα συμπτώματα κατάθλιψης που εμφάνιζε. Ωστόσο, κατάφερε να ολοκληρώσει το αυτοβιογραφικό του μυθιστόρημα A Moveable Feast (Μία κινητή γιορτή), έργο που τελικά εκδόθηκε μετά το θάνατό του.
Τον Ιούλιο του 1960 εγκατέλειψε την Κούβα και λίγο αργότερα, νοσηλεύτηκε στην κλινική Mayo, λόγω της κατάθλιψής του. Σύμφωνα με τον βιογράφο του Jeffrey Meyers, υποβλήθηκε σε 15 περίπου θεραπείες ηλεκτροσόκ, που όχι μόνο δεν τον βοήθησαν, αλλά επιδείνωσαν την κατάστασή του, επιφέροντας απώλεια μνήμης και επιταχύνοντας πιθανότατα τη μελλοντική του αυτοκτονία.
Ενταγμένος ιδεολογικά στην αριστερά, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ υπήρξε υποστηρικτής της δημοκρατίας, με συμπάθεια συχνά προς την αναρχία. Βαφτισμένος καθολικός από τα χρόνια της νεότητάς του στην ιδιαίτερη πατρίδα του, εξελίχθηκε σε άθεο από επιλογή, κατά το πέρασμα των χρόνων. Αποπειράθηκε ανεπιτυχώς να αυτοκτονήσει την άνοιξη του 1961, ώσπου στις 2 Ιουλίου της ίδιας χρονιάς, αυτοπυροβολήθηκε με κυνηγετικό όπλο στο κεφάλι. Ο τάφος του βρίσκεται σήμερα στο καθολικό νεκροταφείο του Κέτσαμ των ΗΠΑ.