Όλα του μπάνιου δύσκολα

Την Πέμπτη που μας πέρασε είχαμε για φέτος την πρώτη μας επαφή με τη θάλασσα. Εδώ θέλω να πω ότι αν και η πρωτεύουσα μας ταίριαξε γάντι, υπάρχουν πολλά πράγματα που ακόμα δεν μπορώ να συνηθίσω κι ας πέρασε ολόκληρος χρόνος, κι όταν λέω συνηθίσω εννοώ να τα συμπεριλάβω στον τρόπο λειτουργίας του μυαλού μου – κι εδώ θα κάνω μια παρένθεση: Δεν ξέρω πόσοι από σας έχετε διαβάσει τις αναμνήσεις μιας γκέισας, η Σαγιουρί όταν περιγράφει τα παιδικά της χρόνια λέει πολύ χαρακτηριστικά πως «Σεπτέμβρη βγάζουν από τα μπαούλα τα χειμωνιάτικα ρούχα τους, Απρίλη βγάζουν τα καλοκαιρινά». Όση ζέστη κι αν είχε το Σεπτέμβρη, φορούσαν χοντρά ρούχα. Όσο κρύο κι αν είχε τον Απρίλη, ξεπάγιαζαν με τα καλοκαιρινά. Δεν φορούσαν τα ρούχα τους με βάση τον καιρό, αλλά με το πρόγραμμα που είχαν θέσει. Κλείνει η παρένθεση.

Κάπως έτσι λειτουργεί και το μυαλό μου ακόμα, επειδή πρώτη φορά βρίσκομαι τόσο νότια και σε μέρος με τέτοιον καιρό όπως η Αθήνα. Όταν μπήκε ο Οκτώβρης έστρωσα χαλιά και σε όποιον το ‘λεγα γελούσε κι εγώ απορούσα τι παράξενο είπα. Το ότι ήταν Οκτώβρης και κυκλοφορούσαμε με σορτς και φανελάκια, δεν είχε σημασία, εγώ λειτουργούσα με το «πρόγραμμα» στο μυαλό μου. Οκτώβρης=χειμώνας=χαλιά.

Αντίστοιχα, μεγαλώνοντας σε νησί και έχοντας αναπτύξει μια πολύ συγκεκριμένη σχέση με τη θάλασσα και τον τρόπο ζωής του καλοκαιριού σε νησί που περιλαμβάνει από το μπάνιο μέχρι το ντύσιμο και τη γενική συμπεριφορά και μουντ – παράδειγμα: Το καλοκαίρι στο νησί δεν το καταλαβαίνεις ούτε από τον καιρό, ούτε από το πότε θα ζεστάνει η θάλασσα για να μπεις. Το καταλαβαίνεις από το πρώτο μαγαζί στην παραλία που ανοίγει και όλα τα υπόλοιπα που ετοιμάζονται για να ανοίξουν.

Εκεί που τον υπόλοιπο χρόνο η παραλία μοιάζει με νεκροταφείο καλοκαιριού, βλέπεις ξαφνικά να παίρνει ζωή και χρώμα και ο ρυθμός του νησιού αλλάζει και ξέρεις ότι έρχεται το καλοκαίρι. Ήρθε! Και μπαίνεις αυτόματα σε ρυθμούς καλοκαιριού: Κυκλοφορείς με παντόφλα, μπορεί και ξυπόλυτος, βερμούδα ή σαλβάρι ή παρεό, το μαγιό το χεις κάνει εσώρουχο, το γυαλί έχει κολλήσει στα αυτιά και μετακινείται μόνο μεταξύ ματιών και μετώπου χωρίς ποτέ να φεύγει από το κεφάλι, έχεις μονίμως αλμύρα πάνω σου που σχηματίζει φιδογυριστά άσπρα δρομάκια στους ώμους, τα μαλλιά σου στέκονται τέλεια από το αλάτι, και οποιαδήποτε ώρα της μέρας παίρνεις τα ποδαράκια σου ή το άθλιο σκουτεράκι σου και πας για μπάνιο. Άμα θυμηθείς παίρνεις και καμιά πετσέτα, εγώ τις μισές φορές δεν έπαιρνα καν. Κάθεσαι δέκα λεπτά στον ήλιο, στεγνώνεις, φεύγεις.

ovi_greece_0418_010kΑν και κάνοντας παιδιά σταμάτησε το καλοκαιρινό μπάνιο να είναι τόοοοοοοσο απλό κι εύκολο, το σκουτεράκι αντικαταστάθηκε με το αμάξι και τα ποδαράκια με την πετσέτα ενίοτε στην πλάτη αντικαταστάθηκαν με το παιδικό καρότσι και την τσάντα με όλο το σκατολοΐδι (κουβαδάκια, μπρατσάκια, φτυαράκια κλπ), εξακολούθησε να παραμένει απλό κι εύκολο, κι ας μη ζούσα πια στο νησί. Ζούσα όμως ένα χιλιόμετρο μακριά από τη θάλασσα. Έπαιρνα τα παιδιά νωρίς το πρωί, κάναμε το μπάνιο μας, γυρνούσαμε σπίτι, και το απόγευμα ξανά το ίδιο, κάθε μέρα, όλο το καλοκαίρι, ακόμα και την εποχή που η θάλασσα ήταν πολύ κρύα για να μπεις, εμείς πλατσουρίζαμε και τη βλέπαμε συνέχεια.

Και ήρθαμε στην Αθήνααααααααααα (και τα πολλά «α» δηλώνουν καημό).

Ρε παιδιά, το να είναι ένα μπάνιο τόσο δύσκολο πράμα στην πρωτεύουσα (ακόμα και στη Θεσσαλονίκη) δεν το είχα φανταστεί. Και ξέρω ότι σας φαίνονται λίγο γκάου αυτά που λέω γιατί το δικό σας μυαλό μαθημένο στους ρυθμούς και τις αποστάσεις της Αθήνας λειτουργεί αλλιώς. Φαντάζομαι πως όταν λέτε «πάμε για μπάνιο» έχετε κάνει προετοιμασία από την προηγούμενη κι έχετε και ανάλογο εξοπλισμό: Ομπρέλες, ψάθες, ψυγειάκι, βιβλίο, και λέτε «πάω για μπάνιο» κι εννοείτε «θα λείπω όλη μέρα». Κάτι τέτοιο.

Φανταστείτε τώρα το δικό μου μυαλό πώς λειτουργεί ακόμα: Ξυπνάω το πρωί, πίνω καφέ. Ξύνομαι, γιάαααααουν (χασμουρητό) τι θα κάνω σήμερα, ας ρίξω μια βουτιά. Πετσέτα στον ώμο, τσάντα με κουβαδάκια, ξεβράκωτα παιδιά, φραστ-φραστ η παντόφλα, πλουφ, τίναγμα σαν το σκύλο, στέγνωμα, φραστ-φραστ η παντόφλα, σπίτι.

Εχμ. Όχι.

Τι δεν μπορώ να συνηθίσω στην Αθήνα:

Πάρα πολλές παραλίες, πάρα πολλές κλειστές παραλίες, πάρα πολλές είσοδοι στις παραλίες, με διάφορο κόστος που πρέπει να υπολογίσω επί 4, διαφορετική θάλασσα, διαφορετικό έδαφος (αλλού πέτρες, αλλού άμμος, αλλού ξεροβράχια, αλλού δέντρα, αλλού ξεραΐλα), πάρα πολύ μεγάλη απόσταση, πάρα πολύ ώρα να φτάσω, πάρα πολύ κίνηση, πάρα πολύς κόσμος, πάρα πολύ φασαρία, πάρα πολύ ώρα να γυρίσω, όλα στο πάρα πολύ (κακό τους).

Αν δεν προετοιμαστώ μια μέρα πριν και δεν έχω φροντίσει και να μαγειρέψω για την επόμενη (γιατί ως γνωστόν η αλμύρα φέρνει λύσσα για φαΐ), δεν αξίζει τον κόπο.

Ξέρετε πόσο άσχημο μου φαίνεται το να πρέπει να πληρώσω για να μπω στη θάλασσα; Να πληρώσω, για τη θάλασσα. Τη θάλασσά ΜΟΥ. Που είναι δική μου και δική μας και όλων μας. Είναι η θάλασσα, το κέρατό μου. Γιατί να πληρώσω για να την απολαύσω;

Την απάντηση προφανώς την ξέρουμε. Εκεί που είναι η «καλή» θάλασσα, η καθαρή παραλία, με τον ίσκιο και κάποιο μαγαζί δίπλα για νερό ή καφέ ή τοστ ή τουαλέτα (σημαντικό), υπάρχει από πίσω μια επιχείρηση που φροντίζει για όλα αυτά επειδή δε φροντίζει κανείς άλλος.

Εκεί που δεν υπάρχει επιχείρηση (που ναι μεν, βγάζουν πολλά λεφτά, αλλά) δεν μπορείς να σταθείς από τη βρώμα: Σκουπίδι, σκατό, σκουπίδι, σκατό. Να περπατάς και να βρίσκεσαι σε σκατοπέδιο (κατά το ναρκοπέδιο). Να πρέπει να προσέχεις πού πατάς, πού θα κάτσεις, για να κολυμπήσεις δε νομίζω, να μην κολλήσεις καμιά από τις ένα τρισεκατομμύριο μολύνσεις που καραδοκούν, σίδερα σκουριασμένα, παλούκια, καλώδια, σκουπίδια, σκατό, (το ξαναείπα αυτό) και τα λοιπά.

Δε μου αρέσει καθόλου να πληρώνω για να απολαύσω κάτι που δεν ανήκει σε κανέναν και ανήκει σε όλους μας. Αλλά δυστυχώς αν δεν υπάρξει μια επιχείρηση και κάποιος που θα βγάλει χιλιάδες ευρουλάκια χρεώνοντας 10 ευρώ είσοδο στο άτομο και πουλάει 4 ευρώ τον καφέ στο πλαστικό (για τα υπόλοιπα δεν ξέρω, δεν τόλμησα), και αυτός ο κάποιος θα κρατήσει την παραλία καθαρή από όλα αυτά που κάνουμε γιατί είμαστε γουρούνια και γιατί δεν υπάρχει κανένα κράτος και κανένας δήμος να φροντίσει, δηλαδή να μαζέψει σκουπίδια, να αλλάξει σακούλες στα καλάθια, να μαζέψει τα γυαλιά και τις γόπες, να περιφράξει το χώρο ώστε να μη γεμίσει σκυλοκούραδα ο τόπος, και τα λοιπά, τότε όλες αυτές οι παραλίες θα καταντήσουν εστία μολύνσεως όπως πολύ πιθανό να είναι ήδη όλα εκείνα τα σημεία όπου υπάρχει ελεύθερη πρόσβαση μεν, απίστευτη βρώμα δε.

********

*Ένα χρόνο μετά, έπιασα αυτό το κείμενο να το συμπληρώσω: Μέσα Απρίλη, ζέστη τρελή στην Αθήνα (25 βαθμοί ναι, γέρασα) πιάσαμε θάλασσα. Κόσμος μηδέν (δόξα). Εκτός από κάποια πολύ χαρακτηριστικά σημεία όπου μάλλον οι αέρηδες παρασέρνουν σκουπίδια από τις γειτονιές και τους ξέχειλους κάδους και σχηματίζουν βουναλάκια, οι παραλίες από τον Άλιμο ως και την Ανάβυσσο (έμαθα και τα ονόματα, αμ πώς), ΠΕΝΤΑΚΑΘΑΡΕΣ. Οκ, άντε από κανένα μπαγιάτικο σκυλοκούραδο εδώ κι εκεί.

Ένα συμπέρασμα βγάζω: Δε φταίει ο χ-ψ δήμος (φταίει ίσως λίγο γιατί τα σκουπίδια που πετάμε στα μικρά καλαθάκια είναι αντιστρόφως ανάλογα από τη χωρητικότητά τους). Γιατί όοοοοοοολα αυτά τα παραπάνω, κάποιος τα μάζεψε. Συνεπώς όλοι εμείς, μόλις καλοκαιριάσει καλά καλά, θα κάνουμε τις παραλίες το σκουπιδοντενεκέ μας και θα καταντήσουν πάλι κώλος. Εκτός φυσικά από εκεί όπου πληρώνεις τα κέρατά σου για να μπεις, να κάτσεις, να πιεις καφέ.

Καλά σου κάνουν, Ελληνάρα.

*Χαλιά πάντως έστρωσα και φέτος τον Οκτώβρη. Η συνήθεια αργεί να αλλάξει.

 

Κατερίνα Χαρίση

2 σκέψεις σχετικά με το “Όλα του μπάνιου δύσκολα

  1. Αφου μπορεις και κανεις μπανιο στις παραλιες της Αττικης εισαι σε καλο δρομο. Εγω αρνουμαι. Μου φαινεται αδιανοητη ολη αυτη η ασχημια. Δεν ειναι θαλασσα αυτο το πραμα.
    Μαλιστα σε πολλους τους φαινεται αδιανοητο οτι σε νησια οπως η Μυκονος δεν χρειαζεται απαραιτητα να πληρωσεις για να κανεις μπανιο. Οτι παντα υπαρχει μια ελευθερη προσβαση για οποιον δεν θελει.

    Αρέσει σε 1 άτομο

Σχολιάστε