Ανώνυμος

Ο ήλιος ήταν βαμμένος κόκκινος, σαν αίμα. Ξεπρόβαλε αργά πίσω από το βουνό ένα ζεστό πρωινό του καλοκαιριού. Δεν είχε τίποτα το ασυνήθιστο κι όμως, αυτή τη φορά έμοιαζε παράξενα αλληγορικός. Σαν αιμάτινη σφραγίδα στο γαλανό του ουρανού πάνω απ’ την πόλη.

Οι άνθρωποι δεν τον είχαν προσέξει αυτόν τον ήλιο. Ήσυχοι κι ακόμα νυσταγμένοι στο πρώτο λεωφορείο, οι τυχεροί που είχαν ακόμα κάπου να πάνε. Δεν υπήρχε συνωστισμός στη στάση. Ούτε εργοστάσια να χτυπούν τις σειρήνες τους κάθε πρωί στις έξι, και μετά στις δύο, στο τέλος της βάρδιας. Σε κάτι άλλες εποχές περασμένες, δε θα μπορούσες να ανασάνεις από το στοιβαγμένο πλήθος. Απομεινάρια του παρελθόντος ήταν μόνο, να θυμίζουν την ατέλειωτη πτώση.

Είναι προφανής η κοινωνική τους τάξη. Εξαντλημένοι άντρες που σέρνουν τα βήματά τους αδιάφοροι για τον καιρό, τραχιές φιγούρες, εργάτες των μεγάλων επιχειρηματιών, στραγγισμένοι από ζωή και που η σκληρή δουλειά έχει ρουφήξει τις δυνάμεις τους σαν βδέλλες. Φρουροί ασφαλείας μες τις στολές τους, να παίζουν κορώνα-γράμματα το κεφάλι τους για έναν άθλιο μισθό, ενώ τα αφεντικά τους καλοζούν στις βίλες τους και παραθερίζουν με τα σκάφη αναψυχής. Γυναίκες με μπλαβιές σακούλες κάτω απ’ τα μάτια, ταμίες σε σούπερ μάρκετ ή υπηρέτριες, μοιρασμένες ανάμεσα στους άκαρδους μεγιστάνες και την παραμελημένη τους οικογένεια, χωρίς Κυριακές, χωρίς αργίες, με σπασμένο ηθικό κι ένα παγωμένο χαμόγελο κολλημένο στο επαγγελματικό τους προσωπείο. Μια νοσοκόμα παραδίπλα, παράταιρη με τη μορφή της λιγάκι πιο προσεγμένη από τους υπόλοιπους.

Κι ύστερα οι μαθητές.

Μια παράξενη γενιά χαμένη στην τρέλα του επιβεβλημένου χρόνου ανέλπιδη, παγιδευμένη στις μυλόπετρες που αλέθει ασταμάτητα, ανελέητα τις ζωές. Η γενιά αυτή η παράξενη, η χωρίς ιδανικά, οι εραστές των ψεύτικων αξιών και των λάθος ανθρώπων. Η νεολαία, που κορυφώνει τη διασκέδασή της μόνο στη μέθη του Σαββάτου, απομονώνοντας όσους δε συμμετέχουν στα ξενυχτάδικα με τα φθηνά ποτά ως αουτσάιντερς. Η νέα κοινωνικοποίηση της γενιάς αυτής, όλη κι όλη ένας αγώνας από selfie για την ανάδειξη του νικητή, ο τραμπουκισμός του διαδικτύου, στείρα επικοινωνία πίσω από πληκτρολογημένες λέξεις και ψηφιακά «αισθήματα». Μόνο τους όνειρο να χωθούν ανάμεσα στα «χρυσά παιδιά», αυτό το κατακαθισμένο στρώμα από το οποίο έχουν σβηστεί όλες οι αξίες από τους άπληστους πατεράδες που θεωρούν μόνο την κοινωνική επιρροή και το χρήμα ως τα απόλυτα αγαθά. Τι νόημα έχει η προσπάθεια και η γνώση, όταν μπορείς να ζεις καλύτερα σαν κλέφτης ή σαν ένας εκμεταλλευτής; Το βρώμικο χρήμα εξαγοράζει την ευτυχία και σβήνει τα όρια της ηθικής. Η τίμια εργασία μόνο δημιουργεί αριθμούς και λίστες.

Ο άνθρωπος είναι πια ένας αριθμός. Πρόβατο οδηγημένο αργά στο θάνατό του.

Ovi_greece_0117_020a.gifΚι αυτοί οι αριθμοί καταλήγουν στις λίστες των ανέργων, κομμάτια από στατιστικές, ένα τέλμα που εξαπλώνεται καταπίνοντας τα αβοήθητα και μουδιασμένα αυτά πρόβατα. Ένας βάλτος είναι ο τόπος μας, κι όλοι περπατάμε με το κεφάλι σκυμμένο, ανίσχυροι και ταπεινωμένοι. Ο φόβος κατακερμάτισε χαρακτήρες κι αξιοπρέπειες. Ο φόβος της πείνας και των ηλικιωμένων, ανήμπορων γονιών. Σκυμμένοι όλοι μέσα στη λάσπη, ψάχνουμε για την τροφή μας, ψίχουλα κι απομεινάρια, αποφάγια των πλούσιων και δυνατών.

Πού πήγαν όλα τα ιδανικά; Πού πήγαν όλα τα όνειρα; Πού είναι …ο άνθρωπος;

Αν υπήρξε και ποτέ.

Ή μήπως ήταν πάντοτε ένας αριθμός; Ένας μικροσκοπικός κόκκος άμμου στην απέραντη έρημο, χαμένος στο πλήθος, θύμα της προσχεδιασμένης μοίρας που παλεύει μάταια να της ξεφύγει και ξεγελιέται από μικρές ανάπαυλες, ενώ την ίδια στιγμή βυθίζεται όλο και πιο βαθιά στο χώμα;

Καθισμένη κοιτούσε το κόκκινο τ’ ουρανού, στη σκέψη της η δική της σπαταλημένη ζωή, όλα τα όνειρα και οι φιλοδοξίες της χαμένα από καιρό. Δεν ήταν καν μια πιθανότητα να τα καταφέρει. Η μοίρα της ήταν ήδη γραμμένη από τη μέρα που γεννήθηκε στο μικρό, παραδοσιακό της περιβάλλον. Σ’ ένα τέτοιον κόσμο, γεννημένη γυναίκα, χωρίς δικαίωμα ποτέ να διαμαρτυρηθεί, μόνο ελεύθερη να σκύβει το κεφάλι στωικά στις ανάγκες των άλλων. Χωρίς επιθυμίες δικές της. Αν επαναστατούσε θα τιμωρούνταν, και δεν ήθελε ουλές να μαρτυρούν τις ήττες της ζωής της. Αν και, πώς να καταλάβει πως οι ουλές στην ψυχή της ήταν βαθύτερες;

Ήταν οδυνηρό να μεγαλώνει, με το φόβο καλά γαντζωμένο μέσα της, αυτόν το φόβο που σε παραλύει και σε κρατά πάντοτε στο ίδιο σταθερό σημείο, μέσα σε ένα κλουβί με χιλιάδες άλλους αναγκαστικούς κανόνες. Ήθελε πια να ξεφύγει. Ήθελε πια μια ζωή χωρίς πλέγματα.

Οι αλυσίδες στο κεφάλι της ήταν οι πιο γερές.

Έμοιαζε πια με φυτό που αναπνέει, εργάζεται, τρώει και κοιμάται, και τώρα η μοίρα της επιφέρει το τελειωτικό χτύπημα.

Εκείνο το τελευταίο πρωινό, το σημαδεμένο από την κόκκινη σφραγίδα στα ανατολικά, έκανε την τελευταία της διαδρομή κι ύστερα θα γινόταν κι εκείνη ένας ακόμα αριθμός. Το μόνο πράγμα που την έκανε να πιστεύει πως η ζωή έχει κι άλλο νόημα, κι άλλο σκοπό, πέρα από τα όσα της επιβλήθηκαν από τη γέννησή της, σύντομα θα χαθεί. Άλλη μια θέση στο πρώτο λεωφορείο θα μείνει αδειανή, κι ούτε που θα το προσέξει κανείς.

Η μοναδική πόρτα πίσω από την οποία μπορούσε να γελάσει ελεύθερα και να είναι μαζί με ανθρώπους σαν την ίδια, μασκαρεύοντας τη μιζέρια τους με μαύρο χιούμορ, θα έκλεινε σήμερα για πάντα. Συλλογική αυτοκτονία. Έτσι αυτοαποκαλούνταν μόνοι τους ειρωνικά, έχοντας πλήρη επίγνωση της φθοράς και της σήψης, ανίκανοι να κάνουν το οτιδήποτε. Μαζί τους είχε περάσει περισσότερη από τη μισή ζωή της. Εκείνοι την ήξεραν καλύτερα από όλους, καλύτερα κι από τους δικούς της, που δεν τους ένοιαζε έτσι κι αλλιώς η δυστυχία της.

«Γιατί δε φεύγεις;» Τη ρώτησαν πολλές φορές.

Λες και υπήρχαν ευκαιρίες για ανθρώπους σαν εκείνη, λες και είχε κάπου να πάει σ’ αυτόν τον κόσμο της απελπισίας και των ανύπαρκτων ευκαιριών. Είχε περισσότερα χρόνια πίσω της παρά μπροστά της, το σώμα της είχε πια εξαντληθεί και το μυαλό της ήταν άδειο. Κάθε ελπίδα για αλλαγή είχε πεθάνει, νεκρή από το φόβο της, τις ενοχές και τις ευθύνες των άλλων. Σε όλους έριχνε το βάρος της ευθύνης εκτός από την ίδια, συμβιβασμένη πάντα με τη στάσιμη ζωή της, ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο με χιλιάδες άλλους.

Ακόμα και τώρα που ο ίδιος αυτός δρόμος καταρρέει μπροστά της αφήνοντας ένα μεγάλο κενό που καταβροχθίζει αμείλικτα τους αδύναμους σαν κι εκείνη, κι ενώ νιώθει τη ζωή της να αποσυντίθεται μπροστά στα μάτια της αναγνωρίζει τα λάθη της, και το μυαλό της ουρλιάζει να κάνει στην άκρη, να απομακρυνθεί από αυτή τη θανατηφόρα άβυσσο, όμως εκείνη εξακολουθεί να περπατά μουδιασμένα προς το τέλος της.

Άνθρωποι σαν κι εκείνη δεν πηγαίνουν ποτέ πουθενά. Βυθίζονται αργά μέσα στην κινούμενη άμμο του βάλτου τους, αλυσοδεμένοι και ακίνητοι. Παραμένουν πάντα στο ίδιο μέρος, παραδομένοι στη μοίρα τους, ατενίζοντας την κατακόκκινη σφραγίδα που ματώνει τις στέγες των σπιτιών τους.

Gordana Mudri

Σχολιάστε