Το κινητό μου κι εγώ

«Γιατί δεν απαντούσες στο τηλέφωνο σου;»
«Γιατί; Με έπαιρνες τηλέφωνο;»
«Όχι μια. ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΣ σε πήρα.»

«Καλούσε; Μήπως έκανες λάθος;»
«Καλούσε και δεν απαντούσες. Πάλι στο σιωπηλό το είχες;»
«Πάντα στο σιωπηλό το έχω. Ενοχλεί την αισθητική μου ο ήχος.»
«Άστα αυτά, έχεις γίνει γερό-παράξενος.»

Έτσι ήμουν και πριν από δέκα και πριν από είκοσι χρόνια και το ξέρουν όλοι, αλλά η απάντηση του ‘γιατί’ …κρύβεται στη συνέχεια της συζήτησης.

«Και τι ώρα με έπαιρνες ρε Νικόλα;»
«Ξέρω ‘γω, δεν θα ήταν έντεκα;»
«Kαι τι ήταν αυτό το σοβαρό ρε Νικόλα που σε έκανε έντεκα η ώρα το βράδυ να με πάρεις τρεις φορές;»
«Να ήθελα να ρωτήσω αν γουστάρεις να πάμε για καφέ σήμερα!»

Δεν του απάντησα, απλά το έκλεισα.

Ovi_Greece_0017c

Υπάρχει και χειρότερο χωρίς Νικόλα αυτή τη φορά αλλά με Δημήτρη.

Εχουμε συνεννοηθεί να συναντηθούμε σε καφέ στο κέντρο της πόλης για να πάμε παρέα σε μια ομιλία που ξεκινάει στις πέντε το απόγευμα. Η απόσταση από το καφέ μέχρι το μέρος που γίνεται η εκδήλωση δέκα λεπτά και το ραντεβού μας στις τεσσεράμισι. Τεσσεράμισι ακριβώς χτυπάει το κινητό μου – που το έχω από πείρα στο τραπέζι για να το βλέπω.

«Έλα, έφτασες;»
«Εγώ έφτασα, εσύ δεν έφτασες.»
«Έλα μωρέ πως κάνεις έτσι, θα αργήσω κανένα τεταρτάκι.»
«Τι λες ρε Μήτσο; Αν αργήσεις ένα τεταρτάκι πότε θα πάμε στην εκδήλωση;»
«Σου υπόσχομαι να πιώ ένα εσπρεσάκι στα γρήγορα μόνο.»
«Α, θέλεις και εσπρεσάκι.»
«Γιατί εγώ δεν ένα δικαιούμαι εσπρεσάκι.»
«Και καλά με παίρνεις την ώρα που ήταν να συναντηθούμε για να μου πεις ότι θα αργήσεις; Δεν μπορούσες να το κάνεις μισή ώρα νωρίτερα, να μη ξεκινήσω;»
«Παρασύρθηκα, συνάντησα ένα παλιό φίλο το μεσημέρι και τα πίνουμε τώρα και…»

Τη συνέχεια δεν την άκουσα, το είχα κλείσει και πήγα και μόνος μου στην εκδήλωση. Ο Μήτσος με περίμενε απ’ έξω στο τέλος της εκδήλωσης.

«Βρε αδελφέ, όλο γκρίνια είσαι. Τι ήθελες δηλαδή να μη δω ένα φίλο που είχα να δω τόσα χρόνια για να ακούσω κάποιον ξένο να μου μιλάει για την ιστορία μου;»
«Να μη έλεγες ότι θα έρθεις ρε Μήτσο αφού δεν το ήθελες.»
«Κοίτα, δεν εννοούσα αυτό, αλλά …»
«Άστα, μου τα λες απ’ το τηλέφωνο!»

Κι όμως υπάρχει και χειρότερο.

Κάθομαι βράδυ μετά τα μεσάνυχτα χαλαρωμένος στη πολυθρόνα μου. Βιβλίο στο χέρι ολοκαίνουργιο και φρεσκοτυπωμένο, ποτάκι στο τραπεζάκι και τα πόδια στην ανυψωμένη για τη καλή κυκλοφορία του αίματος. Χτυπάει το τηλέφωνο και βλέπω στην οθόνη, Spyros. Κάτι θα συμβαίνει, να απαντήσω. Και απαντάω.

«Έλα, κοιμάσαι;»
«Ναι, συμβαίνει κάτι;»
«Όχι μωρέ, πήρα να δω αν κοιμάσαι!»

Πως δεν το έσπασα δεν ξέρω, αλλά το βιβλίο το έκλεισα και βγήκα να περπατήσω λιγάκι μπας και πέσει η πίεση από τη πολύ κυκλοφορία του αίματος.

Φίλοι και «φίλοι», κυρίες και κύριοι, ο κύριος Έρικσον, ο κύριος Νόκιας και ο κύριος Αι-φονόπουλος (όνομα που του έλαχε του δύσμοιρου) ανακάλυψαν τα κουνιτά για τη δική μου εξυπηρέτηση κι όχι για τα δικά σας κέφια. Γι’ αυτό άλλωστε εγώ το πλήρωσα για να το αγοράσω κι εγώ πληρώνω κάθε μήνα το λογαριασμό κι όχι εσείς. Απαντάω όταν είμαι διαθέσιμος και έχω χρόνο. Εγώ. Όχι εσείς. Δεν περιμένω νυχθημερίς πάνω από το τηλέφωνο μου πότε θα αποφασίσετε να με καλέσετε.

Το πιο σοβαρό όμως που έχει κάνει το κινητό τηλέφωνο είναι ότι μας έχει βγάλει όλη την αποθηκευμένη αγένεια. Όταν έχεις ραντεβού πας πέντε λεπτά νωρίτερα – ο κόσμος να χαλάσει – και δεν παίρνεις …τηλέφωνο μετά από πέντε λεπτά για να πεις ότι θα αργήσεις και επειδή το έκανες από το κινητό να πιστεύεις ότι είσαι και σωστός. Γάιδαρος είσαι.

Αλλά η μεγαλύτερη γαϊδουριά είναι να πιστεύεις ότι ο άλλος ζει και κινείται με τα δικά σου κέφια. Έντεκα η ώρα και θα πάρεις τηλέφωνο; Και εντάξει εγώ δεν κοιμάμαι αλλά γιατί δεν σκέφτεσαι ότι αυτή είναι η ώρα που ξεκουράζομαι, που βάζω πίσω μου κινητά και ακίνητα και αφιερώνω λίγη ώρα στον εαυτό μου.

Και κρατάτε με τώρα γιατί θα αρχίσω με αυτές τις σέλφις!!! Να σας στείλω μια σέλφι, να είναι όλη δικιά σας και με χέρια και με πόδια!

Από τον Θάνο Καλαμίδα

Σχολιάστε