Το κλειδί των Χριστουγέννων

Το παλιό σεκρετέρ του σαλονιού, δανεικό κι αγύριστο από το πατρικό της σπίτι, έχει βρει μόνιμα τη θέση του, εδώ και χρόνια, απέναντι από τον μπλε βελούδινο καναπέ, εκεί που συνηθίζει να κάθεται, στην ευθεία του ορίζοντά της.

Ακουμπισμένα βρίσκονται επάνω του μια ασημένια λάμπα με το παλιό λαμπογυάλι της γιαγιάς και ένα ασημένιο βάζο της μάνας της. Όταν εξέφρασε την επιθυμία να το πάρει στο δικό της σπίτι, η μάνα της της δήλωσε, ότι θα μπορούσε να το πάρει, μόνο αν έπαιρνε μαζί με το έπιπλο και όλο το περιεχόμενό του. Έτσι και έγινε και το καλαίσθητο επιπλάκι βρέθηκε στο σαλόνι της, μαζί με όλα εκείνα τα μικρά και μεγάλα αντικείμενα που υπήρχαν επάνω του, όπως ακριβώς ήταν στολισμένα και στο σπίτι που μεγάλωσε. Από τα πιο αγαπημένα της, ένα κουτί φύλαξης μικροπραγμάτων με όψη παλιού δερματόδετου βιβλίου. Εκεί επάνω, πριν από δύο χρόνια, παραμονές Χριστουγέννων, τοποθέτησε και το μοναδικό αντικείμενο που δεν ήταν αντίκα, ένα μπρούτζινο κλειδί, σε μέγεθος λίγο μεγαλύτερο από τα συνηθισμένα, με μια μάλλον περίπλοκη σε σχεδιασμό γραμμή, που τραβάει την προσοχή ακόμα περισσότερο, όταν κάποιος στο πέρασμά του κάνει τα λεπτά μπορντώ κρόσσια της φουντίτσας που κρέμεται από πάνω του, να χορέψουν ρυθμικά. Και ναι, αυτό δεν είναι ένα κοινό κλειδί, σαν εκείνα που ανοίγουν τις πόρτες. Είναι ένα πρωτοχρονιάτικο γούρι, αγορασμένο με σκοπό να εκτελέσει μια βαριά αποστολή: να ξεκλειδώσει τα κλειδωμένα συναισθήματα ενός άνδρα, το σκοτεινιασμένο του μυαλό και την τσαλαπατημένη τύχη του.

Ovi_Greece_0007

Η δική της ατυχία ήταν, ότι τελικά δεν το έστειλε ποτέ στον παραλήπτη του. Δυο χρόνια τώρα, το κλειδί κι εκείνη κοιτάζονταν κάθε βράδυ κατάματα. Έτσι κι εκείνη τη νύχτα. Τα μεγάλα φώτα έσβησαν, όλοι αποσύρθηκαν στα δωμάτιά τους, για να χωθούν μέσα στα ζεστά τους σκεπάσματα και μόνο εκείνη έμεινε στο σαλόνι, ακίνητη στον καναπέ της, να κοιτάζει το κλειδί. Τα φωτάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου αναβόσβηναν ρυθμικά, σκιάζοντας κάθε φορά και μια διαφορετική γωνιά του χώρου. Μερικές φορές, απολάμβανε αυτόν τον χορό των σκιών. Κάποιες άλλες πάλι, της ερχόταν να σηκωθεί από τον καναπέ, να δώσει μια στο δέντρο και να το γκρεμίσει ολόκληρο. Κάθε βράδυ η ίδια ιστορία. Το κλειδί κι εκείνη, μόνοι οι δυο τους στο μισοσκόταδο του στολισμένου σαλονιού, να κοιτάζονται με βλέμματα γεμάτα θλίψη κι ερωτηματικά, προσδοκίες και μίσος. Κάποιες φορές, νόμιζε ότι την κοίταζε με σαρκασμό, σαν να τη χλεύαζε για την ανοησία της, να ξεδιπλώσει και να δωρίσει την καρδιά της, όπως ποτέ άλλοτε δεν είχε ξανακάνει στο παρελθόν, εισπράττοντας στο τέλος μόνο σιωπή και αχαριστία. Νομίζω, πως τότε θα πρέπει να ήταν μάλλον, που γινόταν έξαλλη και ήθελε να τα γκρεμίσει όλα. Ανελέητες οι μάχες μεταξύ τους και στο τέλος, πάντα εκείνη να χάνει και το κλειδί να κερδίζει.

Εκείνο το βράδυ, για μια ακόμα φορά προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει, τι ήταν αυτό που την κράτησε και δεν έστειλε το κλειδί στον παραλήπτη του, ενώ το είχε ήδη αγοράσει και ενώ, για τρία χρόνια στη σειρά, πάντα του έστελνε το δώρο του για τα Χριστούγεννα, σε αντίθεση μ’ εκείνον που δεν της έστελνε ούτε ευχές. Οτιδήποτε άλλο κι αν περιείχε το πακέτο, εκείνη πάντα θα συμπεριελάμβανε μέσα και ένα κλειδί, με την ευχή η επόμενη χρονιά του να είναι περισσότερο τυχερή. Κι εκείνος ούτε μια λέξη. Ίσως αυτό να την κράτησε εκείνη την τελευταία χρονιά και δεν του το έστειλε. Ποιο το νόημα, αφού για μια ακόμα φορά, θα έπαιρνε το δέμα στα χέρια του, θα το άνοιγε, θα κοίταζε το περιεχόμενο με έκπληξη, ενδεχομένως και με χαρά, αλλά δεν της έστελνε ούτε καν ευχές για τις γιορτές;

Η απόφασή της να μην του στείλει δώρο Χριστουγέννων για πρώτη φορά, ουσιαστικά σηματοδοτούσε την είσοδό της σε μια νέα εποχή, που ούτε και εκείνη δεν γνώριζε πώς θα ήταν. Στην αρχή, το έσερνε για καιρό μέσα στη μεγάλη της τσάντα. Αργότερα, το ακούμπησε πάνω σε κάποιο τυχαίο έπιπλο, χωρίς να το βγάλει από το μπορντώ διαφανές υφασμάτινο σακουλάκι του και παρέμεινε εκεί, μέχρι να βρει την τελική του θέση. Όχι, ούτε για μια στιγμή δεν πέρασε από το μυαλό της, να το χαρίσει κάπου αλλού. Ήταν για εκείνον και αφού δεν του το έστειλε ποτέ, θα το κρατούσε στο σπίτι της. Έτσι, βρέθηκε ξαφνικά ιδιοκτήτρια ενός αντικειμένου που δεν της ανήκε, χωρίς ποτέ να φανταστεί τις δυσάρεστες συνέπειες που αυτή η ενέργεια θα είχε για την ίδια.

Μα να όμως, που σιγά σιγά, από τη στιγμή αυτής της απόφασής της, βρέθηκε η ίδια κλειδωμένη, σχεδόν εγκλωβισμένη, χωρίς καλά καλά να καταλάβει, πώς συνέβη αυτό. Ένα απλό άψυχο αντικείμενο είχε τόσο μεγάλη δύναμη, ώστε να κλειδώνει την ψυχή της, μέρα με τη μέρα, όλο και περισσότερο, ώσπου λίγο καιρό μετά, κατάφερε να την παραχώσει τόσο βαθιά, που και η ίδια δεν μπορούσε να φτάσει και να κοιτάξει μέσα της σε τέτοιο βάθος. Ώσπου στο τέλος, την έχασε τελείως. Ποια; Εκείνη! Μια γυναίκα που γνώριζε καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη την αλήθεια, το γέλιο, το χαμόγελο, τον έρωτα για τη ζωή και τους ανθρώπους, σε μια από εκείνες τις ολονύκτιες μονομαχίες της με το κλειδί, νικήθηκε οριστικά και κλειδώθηκε για χρόνια. Κλειδώθηκε τόσο πολύ, που έπαψε να είναι η ίδια γυναίκα. Έγινε μια άλλη, που δεν την αναγνώριζε κανένας πια, ούτε και εκείνη τον εαυτό της. Ένα πλάσμα μίζερο και μαζεμένο, που έτρεμε στη σκέψη να αφήσει ελεύθερα τα συναισθήματά του, τριπλοκλειδωμένα πίσω από τη σκουριασμένη κλειδαριά της ψυχής του.

Ώσπου μια μέρα, για καλή της τύχη, το κλειδί άλλαξε και πάλι χέρια. Ο καινούριος του ιδιοκτήτης καθάρισε τις σκουριές της κλειδαριάς με αργές και απαλές κινήσεις, τη λάδωσε, τη γράσαρε και μετά, έστριψε το κλειδί με μεγάλη προσοχή, καταφέρνοντας να ανοίξει τα φύλλα της ψυχής της, χωρίς να της προκαλέσει ούτε μια τόση δα μικρούλα γρατζουνιά.

Και τότε, εντελώς ξαφνικά, τα μάγια λύθηκαν κι εκείνη άρχισε να ξαναβρίσκει τον παλιό της εαυτό…   

Από την Λίλιαν Μπαντάνη

Σχολιάστε